- καιετάεις
- καιετάεις, [full] καιέτας, [full] καιετός, v. sub καιάδας.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καιετάεις — καιετάεις, εσσα, εν (Α) [καιετός] ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές τής γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης … Dictionary of Greek